- λυπρότης
- λυπρ-ότης, ητος, ἡ,A wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυπρότης — λυπρότης, ητος, ἡ (Α) [λυπρός] 1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα 2. (για τη γη) αγονία, αφορία … Dictionary of Greek
λυπρότης — wretchedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρότητα — λυπρότης wretchedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρότητος — λυπρότης wretchedness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)